- Σιου
- Γαλλική λέξη (Sioux), που χρησιμοποιείται για την ονομασία ενός λαού Ινδιάνων ιθαγενών της Β. Αμερικής. Ήταν μια από τις σημαντικότερες φυλές αλλά σήμερα είναι περιορισμένη σε μερικές μόνο χιλιάδες. Οι Σ. κατοικούσαν στις πεδιάδες του Αρκάνσας και στα Βραχώδη όρη. Οι Σ. έχουν ψηλό ανάστημα και είναι βραχυκέφαλοι. Ήταν λαός νομαδικός και η οικονομία τους στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο στο κυνήγι, και είχαν εξημερώσει το άλογο. Κυνηγούσαν με τόξα και βέλη και χρησιμοποιούσαν ένα είδος πέλεκυ, το τομαχώκ. Με την επαφή τους με τους Ευρωπαίους χρησιμοποίησαν το τουφέκι. Ήταν συγκεντρωμένοι σε ομάδες υπό την κυριαρχία ενός αρχηγού και την προστασία ενός ζωικού τοτέμ. Το 1890, μετά από μια προφητεία που είχε χαρακτήρα ξενοφοβίας, κήρυξαν τον πόλεμο στους λευκούς και μετά από πολύνεκρες μάχες ελαττώθηκαν σημαντικά.
* * *οι, Νεθνολ.1. λαός ή ομοσπονδία λαών Ινδιάνων τών πεδιάδων τής Βόρειας Αμερικής που μιλούν γλώσσες τής γλωσσικής οικογένειας Σιουάν και από τους οποίους σήμερα, ύστερα από την εισβολή τών λευκών στα εδάφη τους και την εξολόθρευσή τους κατά μάζες κατά τα μέσα τού 19ου αιώνα, υπολογίζεται ότι ζουν 40.000 περίπου άτομα, αλλ. Ντακότα2. φρ. «γλώσσες Σιου»γλωσσ. οικογένεια ινδιάνικων γλωσσών τής Βόρειας Αμερικής τις οποίες μιλούν οι Ινδιάνοι Σιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sioux < Nadowessioux < Nadoweisiw «μικρό φίδι, εχθρός», λ. τής ινδιάνικης φυλής Οτζίμπουα].
Dictionary of Greek. 2013.